- χειροσκοπία
- χειρο-σκοπία, ἡ,A vote by show of hands, Revue de l'histoire des religions 63.331 ([place name] Tyre).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροσκοπία — η / χειροσκοπία, ΝΜ, και χεροσκοπία Ν [χειροσκόπος] η χειρομαντεία … Dictionary of Greek
χειροσκοπίαν — χειροσκοπίᾱν , χειροσκοπία vote by show of hands fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροσκοπικός — ή, όν, Μ [χειροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροσκοπία … Dictionary of Greek
χεροσκοπία — η, Ν βλ. χειροσκοπία … Dictionary of Greek